κρέμα — κρέμᾱ , κρεμάννυμι hramjan pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic) κρέμᾱ , κρεμάω hramjan pres imperat act 2nd sg κρέμᾱ , κρεμάω hramjan imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέμα — η 1. κιτρινωπό προϊόν που λαμβάνεται κατά την αποκορύφωση τού γάλακτος, η κορυφή 2. γλύκισμα από αβγά, γάλα, άμυλο και ζάχαρη 3. χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό 4. φρ. «κρέμα ξυρίσματος» κρέμα που παρασκευάζεται συνήθως από… … Dictionary of Greek
κρέμα — η (λ. ιταλ.) 1. γλύκισμα που παρασκευάζεται από κρόκους αβγών, γάλα, άμυλο και ζάχαρη. 2. καλλυντικό παρασκεύασμα σαν αλοιφή. 3. φρ., «η κρέμα της κοινωνίας» δηλώνει την ανώτατη μερίδα της κοινωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεμᾶι — κρεμᾷ , κρεμάννυμι hramjan fut ind mid 2nd sg (attic epic) κρεμᾷ , κρεμάννυμι hramjan fut ind act 3rd sg (attic epic) κρεμᾷ , κρεμάω hramjan pres subj mp 2nd sg κρεμᾷ , κρεμάω hramjan pres ind mp 2nd sg (epic) κρεμᾷ , κρεμάω hramjan pres subj act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμάσας — κρεμά̱σᾱς , κρεμάννυμι hramjan fut part act fem acc pl (attic epic doric) κρεμά̱σᾱς , κρεμάννυμι hramjan fut part act fem gen sg (attic epic doric) κρεμάσᾱς , κρεμάννυμι hramjan aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κρεμά̱σᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμάσαι — κρεμά̱σᾱͅ , κρεμάννυμι hramjan fut part act fem dat sg (attic epic doric) κρεμάννυμι hramjan aor inf act κρεμάσαῑ , κρεμάννυμι hramjan aor opt act 3rd sg κρεμά̱σᾱͅ , κρεμάω hramjan pres part act fem dat sg (doric) κρεμά̱σαῑ , κρεμάω hramjan aor … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμᾶς — κρεμᾶ̱ς , κρεμάννυμι hramjan fut ind act 2nd sg (attic epic doric) κρεμᾶ̱ς , κρεμάω hramjan pres ind act 2nd sg (doric) κρεμᾶ̱ς , κρεμάζω hramjan fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαμένα — κρεμαμένᾱ , κρεμάννυμι hramjan pres part mp fem nom/voc/acc dual κρεμαμένᾱ , κρεμάννυμι hramjan pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) κρεμᾱμένᾱ , κρεμάννυμι hramjan fut part mid fem nom/voc/acc dual (attic epic doric aeolic) κρεμᾱμένᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαμένας — κρεμαμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan pres part mp fem acc pl κρεμαμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan pres part mp fem gen sg (doric aeolic) κρεμᾱμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan fut part mid fem acc pl (attic epic doric aeolic) κρεμᾱμένᾱς , κρεμάννυμι hramjan … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμαμένω — κρεμάννυμι hramjan pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual κρεμάννυμι hramjan pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) κρεμᾱμένω , κρεμάννυμι hramjan fut part mid masc/neut nom/voc/acc dual (attic epic doric aeolic) κρεμᾱμένω , κρεμάννυμι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)